- μέση ηλικία
- проcечна возраcт
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό … Dictionary of Greek
αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… … Dictionary of Greek
καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… … Dictionary of Greek
μεσηλικιότης — μεσηλικιότης, ητος, ἡ (Μ) [μεσήλιξ] η μέση ηλικία, η ηλικία τού μεσηλίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσήλιξ με επίδραση τού ἡλικία] … Dictionary of Greek
Τζιμπουτί — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει με την Ερυθραία στα βόρεια, με την Αιθιοπία στα νότια νοτιοδυτικά και με τη Σομαλία στα νότια.Διοικητικά η Δημοκρατία χωρίζεται σε 5 περιφέρειες: Aλί Σαμπίε, Nτικίλ, Tζιμπουτί, Tατζούρα, Γιομπόκ.… … Dictionary of Greek
μεσηλικία — μεσηλικία, ἡ (Α) η μέση ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσῆλιξ (πρβλ. ομ ήλιξ > ομ ηλικία)] … Dictionary of Greek
φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται … Dictionary of Greek
μεσήλικος — η, ο, αρσ. και μεσήλικας και μεσοήλικας (ΑM μεσῆλιξ, ικος, Μ και μεσοῆλιξ, ὁ και ἡ) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μέση ηλικία ή αυτός που βρίσκεται μεταξύ ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο μεσόκοπος νεοελλ. μσν. αυτός που έχει μέτριο… … Dictionary of Greek
μεσσογενής — μεσσογενής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν μέσῃ ἡλικίᾳ γεγονώς, μεσῆλιξ». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * (για τα δύο σσ βλ. μέσος) + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής] … Dictionary of Greek
μεσόκοπος — η, ο (Α μεσόκοπος, ον) αυτός που έχει μέση ηλικία, ο μεσήλικος αρχ. ο μέτριος ως προς το μήκος, ούτε μακρύς ούτε κοντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κόπος (πρβλ. νεό κοπος)] … Dictionary of Greek
παρηβεία — ἡ, Α [πάρηβος] η μέση ηλικία … Dictionary of Greek